- σοραβικός
- και σορβικός -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σοραβούς2. φρ. α) «σοραβικές γλώσσες»γλωσσ. γλώσσες που συγγενεύουν στενά με τις δυτικές σλαβικές γλώσσες και διαλέκτους και οι οποίες μιλιούνται σήμερα από μικρό αριθμό ατόμων τής ανατολικής Γερμανίας, αλλ. λουσατιανές γλώσσες (α. «Άνω Σοραβική» — γλώσσα που μιλιέται στην ανατολικογερμανική περιοχή με κέντρο το Μπάουτσεν, κοντά στα τσεχοσλοβακικά σύνοραβ. «Κάτω Σοραβική» — γλώσσα που μιλιέται στην ανατολικογερμανική περιοχή με κέντρο το Κότμπους, κοντά στα σύνορα τής Πολωνίας)β) «σοραβική λογοτεχνία»φιλολ. το σύνολο τών λογοτεχνικών, θρησκευτικών κ.ά. έργων που έχουν γραφεί στις σοραβικές γλώσες, καθώς και η σχετική προφορική παράδοση πριν από τη χρησιμοποίηση τής γραφής στις γλώσσες αυτές.
Dictionary of Greek. 2013.